- ἐντεσιεργούς
- ἐντεσιεργόςworking in harnessmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντεσιεργός — ἐντεσιεργός, όν (Α) (για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek